Πανοραμική τοιχογραφία της τελευταίας
ήμέρας της πολιορκίας της Πόλης μπροστα από τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Ο μωάμεθ ο Β’ Ο »Πορθητής» παρακολουθεί τη διεξαγωγή της μάχης ενώ τα βάρβαρα στίφη του ταπεινώνουν τον Χριστιανισμό… Οι δύο πύργοι πού προστατεύουν τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού με το »Περιτείχιον», έχουν καταληφθεί από τους Γενίτσαρους πού έχουν ήδη μπήξει επάνω τις εχθρικές σημαίες (φλάμπουρα). Μιά σκισμένη ελληνική σημαία με το δικέφαλο αετό κρέμεται ακόμα από το δεξιό πύργο (βαμμένη κίτρινη και όχι κόκκινη όπως ήσαν οι κρατικές βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο, αλλά σκόπιμα κίτρινη από το τούρκο τοιχογράφο ώστε να θιγεί η Ορθοδοξία)…Εν μέσω αυτού του δράματος κεντρικός πρωταγωνιστής η παραδομένη στις φλόγες πύλη του Ρωμανού. Πολεμικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως, Δώμα με τρισδιάστατη παράσταση της »Πολιορκίας της Πόλης». Ιστορικά ο Μεχμέτ (Μωάμεθ ο Β’) δεν εισήλθε από τη πύλη του Ρωμανού στην αλωμένη Πόλη, αλλά από τη Πύλη του Χαρίσιου μερικά μέτρα πιό πάνω, γιατί αυτή ήταν ελεύθερη από πτώματα και γκρεμισμένα κτίσματα. Μπήκε στη Πόλη (με μεγάλο φόβο και δέος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι πράγματι την είχε αλώσει!). Ήταν επτά το πρωΐ της 29ης Μαΐου 1453…
Είναι βράδυ της
28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της
Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν –
ωΐμέ! – για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, αναχωρούν για τις επάλξεις αυτοί
πού θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη πού προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη
Πόλη των Κωνσταντίνων. Όλοι έλαβαν τη Θεία Ευχαριστία, κοινώνησαν μέσα στην
Πορφυρογέννητο Ιουστινιανή της του Θεού Σοφίας την μεγάλη Εκκλησιά τη καρδιά
του παγκόσμιου Χριστιανισμού! Το σύμβολο του μεσαιωνικού ελληνισμού! Ζήτησαν
συγχώρεση ο ένας από τον άλλον χιλιάδες κόσμος όσο ορθόδοξοι και καθολικοί
ιερείς τελούσαν τη Θεία Λειτουργία μέσα στο Ναό.
Ο αυτοκράτορας
έγινε αντιληπτός μόλις για λίγα λεπτά από το θεοσεβούμενο πλήθος. Το βάρος της
ευθύνης του να σώσει ένα έθνος, μια τιμή, μια χιλιόχρονη ιστορία, τη μνήμη των
Κωνσταντίνων, τον ελληνικό πολιτισμό, όλα αυτά μαζί με το γρίφο της υπεράσπισης
της πόλης και την επίλυση του σχεδίου άμυνας φορτώνουν τον έσχατο αυτοκράτορα
με ”Ακάνθινο Στέφανο” όμοιον με εκείνον του Χριστού…
Πανοραμική
τοιχογραφία της τελευταίας ημέρας της πολιορκίας της Πόλης μπροστά από τη Πύλη
του Αγίου Ρωμανού. Ο Μωάμεθ ο Β’ Ο ”Πορθητής” παρακολουθεί τη διεξαγωγή της
μάχης ενώ τα βάρβαρα στίφη του ταπεινώνουν τον Χριστιανισμό… Οι δύο πύργοι πού
προστατεύουν τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού με το ”Περιτείχιον”, έχουν καταληφθεί
από τους Γενίτσαρους πού έχουν ήδη μπήξει επάνω τις εχθρικές σημαίες
(φλάμπουρα). Μια σκισμένη ελληνική σημαία με το δικέφαλο αετό κρέμεται ακόμα
από το δεξιό πύργο (βαμμένη κίτρινη και όχι κόκκινη όπως ήσαν οι κρατικές
βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο, αλλά σκόπιμα κίτρινη από το τούρκο
τοιχογράφο ώστε να θιγεί η Ορθοδοξία)…Εν μέσω αυτού του δράματος κεντρικός
πρωταγωνιστής η παραδομένη στις φλόγες πύλη του Ρωμανού. Πολεμικό Μουσείο
Κωνσταντινουπόλεως, Δώμα με τρισδιάστατη παράσταση της ”Πολιορκίας της Πόλης”.
Ιστορικά ο Μεχμέτ (Μωάμεθ ο Β’) δεν εισήλθε από τη πύλη του Ρωμανού στην
αλωμένη Πόλη, αλλά από τη Πύλη του Χαρίσιου μερικά μέτρα πιο πάνω, γιατί αυτή
ήταν ελεύθερη από πτώματα και γκρεμισμένα κτίσματα. Μπήκε στη Πόλη (με μεγάλο
φόβο και δέος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι πράγματι την είχε αλώσει!). Ήταν επτά
το πρωΐ της 29ης Μαΐου 1453…
Δεν υπάρχουν
λόγια να περιγράψουν τη συναισθηματική φόρτιση αυτού του υπερήφανου λαού πού η
ελπίδα του προς το Θεό του αποτρέπει φρικαλέες σκέψεις του τι πρόκειται να
επακολουθήσει! Στη Πόλη βασιλεύει σιγή.. Μια νεκρική σιγή πού παγώνει το αίμα
όλων αυτών πού μέσα τους αρχίζει μια αγωνία πού θα μετατραπεί σε επιθανάτιο
ρόγχο…
Ο Αυτοκράτορας
αφού έφυγε από την Αγία Σοφία κατευθύνεται στο ανάκτορο των Βλαχερνών πάνω στο
άλογό του. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το κεφάλι του πάει να σπάσει από τη
τρομερή σκέψη. ”Είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει;”…Αφού φτάνει στο
ανάκτορο, εκεί συγκεντρώνει την οικογένειά του και όλους όσους υπηρέτησαν πιστά
το σπίτι του. Με πατρική στοργή τους αγκαλιάζει έναν ένα και τους ζητά να τον
συγχωρέσουν. Αφού βαθειά συγκινημένοι τον χαιρετούν όλοι για τελευταία φορά ο
ίδιος φεύγει με το άλογό του και ευσπευσμένα πάει στις επάλξεις για τη
τελευταία επιθεώρηση των αμυντικών θέσεων. Είναι αργά τη νύχτα. Τα άγρυπνα
μάτια των σκοπών χαμογελούν πού τον βλέπουν. Υπάρχει ακόμα ελπίδα πιστεύουν. Ο
Θεός, ο Αυτοκράτορας, ο λαός, το Δίκαιο είναι μαζί τους!
Μεσάνυχτα,
φρενετικά κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών της Βασιλεύουσας, της Αγίας Σοφίας,
των Αγίων Αποστόλων, ακούγονται όλες από τις εκκλησιές κατά μήκος του δρόμου
του Επτάσκαλου. Ποιος άραγε μια τέτοια στιγμή θα είχε ύπνο όταν πυκνά σύννεφα
μαύρα έχουν κάνει τη νύχτα, τη τελευταία, σκοτάδι κόλασης με απαίσια όρνια να
πλανώνται πάνω από την υπερήφανη Πόλη;
Η ΜΑΧΗ ΣΤΥ ΠΥΛΗ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ -7- YΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Η Οθωμανική
επίθεση ξεκινάει μετά τα μεσάνυχτα. Είναι πιά η 29η Μαΐου 1453. Κύματα
γενίτσαρων πού το ένα ακολουθεί το άλλο επιτίθονται με πολεμικές κραυγές, ήχους
ταμπούρλων, σαλπίγγων, πίπιζων, πού γεμίζουν με το θόρυβό τους τον αέρα τού
πέπλου της σκοτεινής νύχτας. Ο στρατός του Μεχμέτη (όπως ήθελε να τον αποκαλούν
οι έλληνες) είναι πάνω κάτω 250 χιλιάδες διοικούμενος από τον Ζαγανός Πασά.
Άντρας με πείρα στα πολεμικά και βαθύς γνώστης των βυζαντινών όπλων, συγγενής,
γυναικάδελφος του Μεχμέτη. Στον στρατό αυτό βρίσκονται αποβράσματα μισθοφόρων
χριστιανών ευρωπαίων, γενουατών, 25 χιλιάδων ελλήνων της Θράκης πού ο Μεχμέτης
τους έταξε αξιώματα και μάλαμα και κάθε λογής λιμάρικη ψυχή, για φαΐ, για
πιοτό, για βιασμό και φόνο…Προσελκύονταν από τη μεγάλη λεία πού ήταν η μεγάλη
πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, καθ ολοκληρίαν ΕΛΛΗΝΙΚΟ! Όλοι αυτοί
μαζί με τους ατάκτους δολοφόνους τυχοδιώκτες επιτέθηκαν στη οχυρωματική γραμμή
των σιδηρόφρακτων σκληρών επαγγελματιών πού ήσαν υπό τας διαταγάς του Ιωάννη
Ιουστινιάνη (γενοβέζου ευγενούς από τη Χίο, πιστού συμμάχου του αυτοκράτορα και
φιλέλληνος) όλοι κι όλοι καμμιά εκατοστή, όχι παραπάνω. Όλοι οι αμυνόμενοι της
Πόλης πού μπορούσαν να κρατήσουν όπλο ήσαν 5 χιλιάδες ψυχές άντε με τους
βοηθητικούς 7 χιλιάδες. Όλοι μεγάλοι στην ηλικία ενώ οι εχθροί όλοι νέοι λίγο
παραπάνω από τα είκοσι. Η μάχη κράτησε δύο ώρες έως τις τρεις τη νύχτα…Το σώμα
των ατάκτων υποχώρησε σε πλήρη διάλυση πατώντας ο ένας τον άλλον ”τούρλου
μπούγδου”, αφήνοντας μεγάλο αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Δίχως παύση
έρχεται η σειρά να επιτεθεί η στρατιά της Ανατολίας (Αναντολού Ασκερί) υπό τον
Ισχάκ Πασά. Αυτοί προσπαθούν να γκρεμίσουν τους πασσαλοφράκτες. Πολεμούν με
λύσσα αποφασισμένοι να σπάσουν την γραμμή των αμυνομένων. Η αποδυνάμωση των
επιτιθέμενων βοήθησε τους αμυνόμενους. Με τις σπάθες τους και τους
κεφαλοθραύστες τους κομματιάζουν εύκολα τον εχθρό και εκτοξεύουν βλήμματα στη πολυάριθμη
μάζα χωρίς καν να σκοπεύσουν. Μια ομάδα πολεμιστών του Ισχάκ Πασά ρίπτεται σε
ένα ρήγμα των τειχών και προς στιγμήν φαίνεται να εισβάλλουν στη Πόλη. Αλλά ο
αυτοκράτορας και οι άντρες του τους ορμούν και τους σφάζουν γρήγορα. Η δεύτερη
τουρκική επίθεση επίσης απέτυχε.
Κατόπιν έρχονται
οι γενίτσαροι. Είναι ειρωνικό ότι γεννήθηκαν έλληνες ορθόδοξοι. Ήσαν
πειθαρχημένοι, επαγγελματίες, άγριοι πολεμιστές, τέλεια εκπαιδευμένοι και
έτοιμοι να πεθάνουν για το Σουλτάνο τους. Πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, της
τελευταίας ημέρας για τη Πόλη, ο Μεχμέτης ζήτησε από το στρατό του, ”Σήμερα δεν
θέλω να πολεμήσετε για μένα. Θέλω να ΠΕΘΑΝΕΤΕ για μένα”!!! Οι γενίτσαροι
όρμηξαν με μένος ανοίγοντας δρόμο από τα στιβαγμένα νεκρά κορμιά χριστιανών και
μουσουλμάνων επιτίθοντας στους εξαντλημένους υπερασπιστές της Πόλης. Με
τεράστια προσπάθεια οι έλληνες, οι ενετοί, οι γενουάτες και άλλοι ιταλοί
σύμμαχοι απέκρουσαν στέλνοντας πίσω τον εχθρό.
Τότε μια ομάδα
εχθρών απροσδόκητα μπήκε στη Πόλη από μια αφύλακτη μικρή πύλη εξόδου (είχε
ανοιχθεί το προηγούμενο βράδυ από προδότες πού είχε διαφθείρει ο Μεχμέτης). Η
πύλη αυτή γνωστή ως ”Κερκόπορτα” βρισκόταν στα τείχη των Βλαχερνών. Μάχη
ξέσπασε σώμα με σώμα στη μικρή αυτή πύλη.
Ο Καρατζά Πασάς
και οι ευρωπαίοι μισθοφόροι του περιβάλλουν το εξωτερικό τείχος της Πόλης στο
Χρυσό Κέρας (Κεράτιο Κόλπο) στο χείλος του νερού. Περισσότεροι γενίτσαροι
προσεγγίζουν τα τείχη των Βλαχερνών. Τα υπολείμματα των ενετών περικυκλώνονται
από τους στρατιώτες της Ανατολίας πού επιτίθονται από το εξωτερικό τείχος και
από αυτούς πού βρίσκονται ήδη στο ”Παρατείχιον”. Ένας θανατηφόρος οθωμανικός
μύδρος από κανόνι με ακρίβεια κτυπά τους βυζαντινούς και οι έλληνες κόβονται
στα δύο ενώ οι Χιώτες-Ρόδιοι και τα απομεινάρια των ενετών έχουν αμφότεροι
διαλυθεί. Το βυζαντινό πυρ αυτή τη στιγμή διαλύει δύο αύτανδρες οθωμανικές
μονάδες γενιτσάρων στα τείχη των Βλαχερνών, αποτρέποντας τους να μπουν στη
Πόλη. Οι έλληνες υπό τη διοίκηση του ενετού Φιλίππο Κονταρίνι, η Παπική μονάδα
του Καρδιναλίου Ισιδώρου και οι γενοβέζοι του Ιωάννη Ιουστινιάνη, όλοι μαζί
επιτίθονται και διαλύουν τους γενιτσάρους στο Νέο Αυτοκρατορικό Ανάκτορο χωρίς
όμως να μπορέσουν να τους απωθήσουν έξω. Οι Γενίτσαροι του τείχους των
Βλαχερνών απωθούνται από τους εναπομείναντες Χιώτες-Ροδίους, όμως οι έλληνες
σπρώχνονται προς τα πίσω και μιά μονάδα γενιτσάρων εισβάλλει στη Πόλη.
Πολυάριθμα στίφη της Ανατολίας πιέζουν τους ενετούς να βγουν έξω από το
”Παρατείχιον” και να εγκλωβιστούν σε έναν από τους πύργους της Πόλης. Ο
Θεόφιλος Παλαιολόγος σκοτώνεται, αφήνοντας τον Τρεβιζάνο μόνο του επικεφαλής
των Ενετών…
Λίγο προτού
χαράξει η μέρα, ένα βέλος τρυπάει τον σιδερένιο θώρακα του Ιουστινιάνη και τον
πληγώνει στο στήθος. Κλονισμένος από το τραύμα του και φυσικά εξαντλημένος η
μαχητική του διάθεση κατέρρευσε… Παρόλες τις παρακλήσεις του αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει τη
θέση του, ο Ιουστινιάνης έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να τον πάρουν έξω
από το πεδίο μάχης. Οι άλλοι στρατιώτες του πού πολεμούσαν στη περιοχή βλέποντας
το στρατηγό τους να μεταφέρεται λαβωμένος, υποπτεύτηκαν ότι είχε σπάσει η
γραμμή άμυνας και σπεύδουν και αυτοί στη πύλη για να φύγουν μαζί του. Ο
αυτοκράτορας και οι έλληνες μένουν μόνοι τους. Τότε οι οθωμανοί διοικητές
βλέποντας αυτό διατάσσουν χιλιάδες γενίτσαρους να επιτεθούν στην αποδυναμωμένη
αυτή πλέον άμυνα. Οι γενίτσαροι ορμούν και σπάνε το πασσαλοφράκτη στριμώχνωντας
τους έλληνες στο τείχος.
Στο μεταξύ
εισβάλλουν περισσότεροι στη Κερκόπορτα, όπου οι αμυνόμενοι δεν μπόρεσαν να
εξουδετερώσουν τους πρώτους εισβολείς. Σύντομα οι πρώτες εχθρικές σημαίες
κυματίζουν στα τείχη. Ο αυτοκράτορας και οι διοικητές του προσπαθούν
απεγνωσμένα να συναθροίσουν τους στρατιώτες τους και να ωθήσουν πίσω τον εχθρό.
Μάταια όμως, ήταν πιά πολύ αργά. Κύματα γενιτσάρων, ακολουθούμενοι από άλλες
τακτικές μονάδες του Οθωμανικού στρατού ρίπτονται στις ανοιχτές πύλες της Πόλης
γεμάτες από τρομοκρατημένους υπερασπιστές πού τρέχουν αλαφιασμένοι για να
σωθούν και από σωρούς πτωμάτων σφαγμένων χριστιανών στρατιωτών.
Τότε ο
αυτοκράτορας αντιλαμβανόμενος ότι τα πάντα έχουν χαθεί γυμνώνεται από τα
αυτοκρατορικά του διακριτικά και σαν απλός στρατιώτης με το αίμα και τον ιδρώτα
να ρέει ποτάμι από το μέτωπο και το σώμα του ακολουθούμενος από τον εξάδελφό
του Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον άρχοντα Βρανά, τον Καστιλιανό (ισπανό) Δον
Φρανσίσκο Ντε Τολέδο, τον Κατακουζηνό, τον Ματθαίο Σγουρομάλη και τον Ιωάννη
Δαλματό – και οι επτά τους κρατώντας τα ξίφη τους – επιτίθονται στα μιλιούνια
των εχθρών, χτυπώντας ζερβά δεξά σε μιά ύστατη πράξη ηρωϊκου θάρρους.
Κανείς δεν τους ξαναείδε πιά…
Κανείς δεν τους ξαναείδε πιά…
Πάνε από τότε 6 σχεδόν αιώνες… Η ροή ενός έθνους είναι αναλώσιμη, η γλώσσα και η Ιστορία του ποτέ!
Εμείς και ελληνικά μιλάμε και η Αγιά Σοφιά υπάρχει!
Εμείς και ελληνικά μιλάμε και η Αγιά Σοφιά υπάρχει!
Και ο
«πνευματικός κανόνας του εβδομηκονταπεντάκις επτά» συμπληρώθηκε… Ήγγικεν το ποθούμενο...
…”ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ούτε και πρόκειται να αλωθεί.
Καθώς γράφουμε, ξεπηδά από τα βάθη της μνήμης μας μια ιστορία, που αν δεν είναι αληθινή, τουλάχιστον θα μπορούσα να αποθανατίσει σαν θρύλος.
Μας την αφηγήθηκε, πριν μερικά χρόνια, προσωπικότητα αξιόλογη (τηρούμε την ανωνυμία της) και πάντως ούτε ευφάνταστη, ούτε παραμυθολογα.
Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από μια δεκαετία, υπηρετούσαν, απ΄τη μια κι΄από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν την Θράκη μας στα δυο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός.
Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύς περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για αλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφο του.
“Τόσον καιρό”, του ειπε, “περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δυο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι΄εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω.”
Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζοταν στο ιδιωτικο αυτοκινητο του Τουρκου. Νυχτα αφέγγαρη ήταν.
Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη.
Κοντα μεσανυχτα πρεπει να πλησιασαν στις παρυφες της. Υπνος βαθυς ειχε καθηλωσει στα κρεβατια τους κάτοικους της. Ησυχία στους δρόμους.
Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε βγήκε από στενά, από περιπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια.
Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Ελληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί.
Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να΄ναι και κακές οι προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δυο, σε διάδρομους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που πήγαιναν, έτσι στα τυφλά ; Που κατευθύνονταν ; Ανάστροφα στον χρόνο. Σε ποιον χρόνο ;Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;
Ο Τούρκος ηξερε. Άλλα δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση.
Μα ουτε και προφταινε να προβληματιστει. Ακολουθουσε. Με την βεβαιοτητα, πως η στιγμή ηταν μοναδική. Πως δεν θα’ χε την ευκαιρια, ποτε ξανα, να την ξαναζήσει. Ακολουθουσε. Ονειρευοταν αραγε ; Υπνοβατουσε;
Φτερωμενη η φαντασία του, αναπλαθε μονοπατια, που μόνο σε ελαφρύ υπνο βαδίζει κανείς.
Ενα ηταν σιγουρο: δεν θα ξαναβρισκε ποτε τον δρομο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρις οδηγο.
Είχαν φθάσει στο τέρμα.
Θυρα και παλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαρια σιωπη. Η σιγη της ύστατης ώρας.
Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε η βαριά θύρα.
Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο ; Μπουντρούμι ; Κενοτάφιο;
Και τοτε, τοτε μονον μιλησε ο Τουρκος : “Εσεις οι Ελληνες, δεν πιστευετε στον θρυλο του Μαρμαρωμενου Βασιλια ; Δεν λετε και ξαναλετε μεταξυ σας, πως βολι εχθρου δεν τον αγγιξε ; Πως τον καταπιε το μανιασμενο πληθος των ΠΟΡΘΗΤΩΝ της Πολης ; Αλλα πως τον τραβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κανει Αθάνατο ; Δεν είστε βέβαιοι πως
ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου.”
Στο πάτωμα, μισοσηκωμένα στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια του. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκει, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ.
Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.
Μίλησε και πάλι ο Τούρκος :
“Πριν μερικά χρονιά κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά-σιγα ν’ ανασηκώνεται. Πάμε.”
Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια.
Ξαναπέρασαν την καγκελλένια πόρτα.
Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Σιωπηλοί. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.
Δεν είχε ακόμη ξημερώσει όταν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο.
“Γυρίζει πίσω το ποτάμι”, μονολόγησε ο Έλληνας στρατηγός. “Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός”.
Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.
Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικο στην προσωπικότητα που μας το ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΗΚΕ, κατονομαζοντας και τον στρατηγο, κατω απο το βλεμμα του Θεου και της Παναγιάς. Κάναμε και μεις τον σταυρο μας μουρμουριζοντας “Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ”.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
* Η Λαικη παραδοση λεει για τον Κωνσταντινο Παλαιολογο, στην πραγματικοτητα κανεις Άγιος και κανείς προφητης δεν μιλαει για Κωνσταντινο, ολοι οι προφητες μιλουν για Ιωαννη.
* Ο Ελληνας ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ πέθανε τον Φεβρουαριο του 2001 πληρης ημερών. Εμεις μετα απο επισταμενη ερευνα, αναζητησαμε και βρηκαμε την αδελφη του στρατηγου και μας επιβεβαιωσε οτι η μοναδικη ευκαιρια που ειχε ο αδελφος της ηταν πραγματικοτητα, ειδε με τα ματια του τον Αυτοκρατορα Ιωαννη, γιατι ετσι εγραφε η επιγραφη πανω απο το κεφαλι.
Αναγράφεται στο τέλος (σελ.21) από την Ελένη Κυπραίου, δημοσιογράφο -συγγραφέα:
Έρευνες για το χαμένο δισκοπότηρο ξεκίνησαν οι Τούρκοι!
…”ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ούτε και πρόκειται να αλωθεί.
Καθώς γράφουμε, ξεπηδά από τα βάθη της μνήμης μας μια ιστορία, που αν δεν είναι αληθινή, τουλάχιστον θα μπορούσα να αποθανατίσει σαν θρύλος.
Μας την αφηγήθηκε, πριν μερικά χρόνια, προσωπικότητα αξιόλογη (τηρούμε την ανωνυμία της) και πάντως ούτε ευφάνταστη, ούτε παραμυθολογα.
Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από μια δεκαετία, υπηρετούσαν, απ΄τη μια κι΄από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν την Θράκη μας στα δυο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός.
Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύς περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για αλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφο του.
“Τόσον καιρό”, του ειπε, “περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δυο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι΄εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω.”
Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζοταν στο ιδιωτικο αυτοκινητο του Τουρκου. Νυχτα αφέγγαρη ήταν.
Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη.
Κοντα μεσανυχτα πρεπει να πλησιασαν στις παρυφες της. Υπνος βαθυς ειχε καθηλωσει στα κρεβατια τους κάτοικους της. Ησυχία στους δρόμους.
Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε βγήκε από στενά, από περιπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια.
Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Ελληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί.
Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να΄ναι και κακές οι προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δυο, σε διάδρομους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που πήγαιναν, έτσι στα τυφλά ; Που κατευθύνονταν ; Ανάστροφα στον χρόνο. Σε ποιον χρόνο ;Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;
Ο Τούρκος ηξερε. Άλλα δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση.
Μα ουτε και προφταινε να προβληματιστει. Ακολουθουσε. Με την βεβαιοτητα, πως η στιγμή ηταν μοναδική. Πως δεν θα’ χε την ευκαιρια, ποτε ξανα, να την ξαναζήσει. Ακολουθουσε. Ονειρευοταν αραγε ; Υπνοβατουσε;
Φτερωμενη η φαντασία του, αναπλαθε μονοπατια, που μόνο σε ελαφρύ υπνο βαδίζει κανείς.
Ενα ηταν σιγουρο: δεν θα ξαναβρισκε ποτε τον δρομο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρις οδηγο.
Είχαν φθάσει στο τέρμα.
Θυρα και παλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαρια σιωπη. Η σιγη της ύστατης ώρας.
Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε η βαριά θύρα.
Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο ; Μπουντρούμι ; Κενοτάφιο;
Και τοτε, τοτε μονον μιλησε ο Τουρκος : “Εσεις οι Ελληνες, δεν πιστευετε στον θρυλο του Μαρμαρωμενου Βασιλια ; Δεν λετε και ξαναλετε μεταξυ σας, πως βολι εχθρου δεν τον αγγιξε ; Πως τον καταπιε το μανιασμενο πληθος των ΠΟΡΘΗΤΩΝ της Πολης ; Αλλα πως τον τραβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κανει Αθάνατο ; Δεν είστε βέβαιοι πως
ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου.”
Στο πάτωμα, μισοσηκωμένα στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια του. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκει, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ.
Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.
Μίλησε και πάλι ο Τούρκος :
“Πριν μερικά χρονιά κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά-σιγα ν’ ανασηκώνεται. Πάμε.”
Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια.
Ξαναπέρασαν την καγκελλένια πόρτα.
Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Σιωπηλοί. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.
Δεν είχε ακόμη ξημερώσει όταν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο.
“Γυρίζει πίσω το ποτάμι”, μονολόγησε ο Έλληνας στρατηγός. “Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός”.
Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.
Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικο στην προσωπικότητα που μας το ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΗΚΕ, κατονομαζοντας και τον στρατηγο, κατω απο το βλεμμα του Θεου και της Παναγιάς. Κάναμε και μεις τον σταυρο μας μουρμουριζοντας “Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ”.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
* Η Λαικη παραδοση λεει για τον Κωνσταντινο Παλαιολογο, στην πραγματικοτητα κανεις Άγιος και κανείς προφητης δεν μιλαει για Κωνσταντινο, ολοι οι προφητες μιλουν για Ιωαννη.
* Ο Ελληνας ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ πέθανε τον Φεβρουαριο του 2001 πληρης ημερών. Εμεις μετα απο επισταμενη ερευνα, αναζητησαμε και βρηκαμε την αδελφη του στρατηγου και μας επιβεβαιωσε οτι η μοναδικη ευκαιρια που ειχε ο αδελφος της ηταν πραγματικοτητα, ειδε με τα ματια του τον Αυτοκρατορα Ιωαννη, γιατι ετσι εγραφε η επιγραφη πανω απο το κεφαλι.
Αναγράφεται στο τέλος (σελ.21) από την Ελένη Κυπραίου, δημοσιογράφο -συγγραφέα:
Έρευνες για το χαμένο δισκοπότηρο ξεκίνησαν οι Τούρκοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου