Ημέρα που ακούστηκε το «Εάλω η Πόλις» και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης»…
Ημέρα που προκάλεσε θρήνο και οδυρμό στον απανταχού ελληνισμό. Στο μυαλό όλων των Ελλήνων αλλά και του γνωστού τότε κόσμου η Άλωση κατέλαβε κεντρική θέση ως η μεγαλύτερη εθνική απώλεια.
Ένα γεγονός που σημάδεψε καθοριστικά, μέχρι και τις μέρες μας, ολόκληρη την Ασία, την υστερομεσαιωνική και ανακύπτουσα από τον σκοταδισμό, τότε Ευρώπη, ιδιαίτερα όμως, σημάδεψε την πορεία του Ελληνικού έθνους και την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας.
Μέσα από τις ματωμένες σελίδες της Ιστορίας ξεδιπλώνεται το ανείπωτο δράμα της παρακμής της Βασιλεύουσας, εξαιτίας του διχασμού, θρησκευτικού και πολιτικοκοινωνικού, οι υστερόβουλες επιχειρήσεις του Πάπα, των Γενουατών, Λατίνων και των Σταυροφόρων, για συνδρομή, τάχα στην ενίσχυση της Πόλης, η έντεχνη τελικά επιβολή της υποτέλειας, του κράτους στους «σωτήρες», η τελική αποδυνάμωση της και η εγκατάλειψη της στις ορδές των μωαμεθανών και τελικά την άλωσή της.
Παράλληλα οι αιώνες αποτίουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής στην Ορθοδοξία και στον Ελληνισμό, την Αγία Σοφία και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τους φωτοδότες του Χριστιανισμού και το Έθνους ,για το χρέος των Πανελλήνων προς τα θεία και Εθνικά ιδεώδη.
Η φράση «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα' ναι» αντηχεί στις καρδιές όλων μας. Θύμισες και ιστορικές καταγραφές από τις ένδοξες στιγμές που έζησε επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και γενικότερα την εποχή των Παλαιολόγων, όταν το κράτος ήταν πιο ελληνικό από ποτέ.
Ο τελευταίος των Βυζαντινών Παλαιολόγων Αυτοκρατόρων, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, σε ηλικία 45 χρόνων, μετά από πολλές στρατιωτικές και προσωπικές περιπλανήσεις Αγχίαλος, Εύξεινος Πόντος, Πελοπόννησος, Πάτρα, Μυτιλήνη και Μυστράς, μετά το θάνατο του αδελφού αυτοκράτορα Ιωάννου του 8ου στις 3 του Οκτώβρη του 1448, δεν αντιτάσσεται στην μυστική φωνή του έθνους, παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες και την συρρίκνωση πλέον της αυτοκρατορίας, καθώς και το προσωπικό του δράμα, το ότι παρέμεινε άτεκνος παρά τους δύο γάμους του, όπου οι σύζυγοι του απεβίωναν κατά τον τοκετό, φαίνεται ότι, αντί τρίτου νυμφικού στεφάνου έμελλε να φορέσει το φωτοστέφανο του μαρτυρίου.
Την 12η Μαρτίου του 1449 καταφθάνει με την συνοδεία Καταλανικών πλοίων και μπαίνει στην πόλη. Τον συνοδεύει η βαθιά πίστη στο Θεό. Η αγάπη και η προσδοκία του λαού του, τον περιβάλλουν μ’ ελπίδα κρυφή σαν σωτήρα του έθνους. Τέσσερα χρόνια μαρτυρικής και αγωνιώδους διοίκησης και αντίστασης διέρρευσαν με τον Κωνσταντίνο στο θρόνο (12 του Μάρτη του 1449 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453).
Τα γεωγραφικά όρια του κράτους δεν επεκτείνονταν πέραν της Κωνσταντινούπολης της Σηλυβρίας στην Προποντίδα, της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο και της Αγχιάλου. Η άλλοτε πρώτη πόλις του κόσμου, διερχόταν τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της. Κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Οθωμανών Σουλτάνων, διάνυε τις τελευταίες θλιβερές μέρεςτου μακρού υπερχιλιετούς βίου της και μαζί της, κατέρρεε η γερασμένη πια αυτοκρατορία του Βυζαντίου.
Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε την άμυνα όσο γινόταν καλύτερα. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Πύλη του Ρωμανού, που εθεωρείτο το πιο ευπαθές σημείο των τειχών. Μια λακωνική φράση καταδεικνύει την συμπεριφορά, το είναι του και την σκέψη του τις στιγμές εκείνες «θέληση για Αγώνα και Έρωτας με τον θάνατο».
Στις 28 Μαΐου 1453, μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα...
Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας...
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου...» έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων...
Η Βασιλεύουσα θρηνούσε βλέποντας το τέλος να έρχεται.
«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. «Συγχώρεσέ με ...και δώσε μου ανδρείο τέλος».
Πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, μεταλάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χρηστού, ζητώντας συγχώρεση.
Εκείνο το πρωί, σαν να μην ήθελε ο ήλιος να φανεί, σαν να φοβόταν ακόμα και η μέρα. «Σαν να μην ήθελε να ξημερώσει η μέρα»!
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι Οθωμανοί αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε. Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι γενίτσαροι, τα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία οι Τούρκοι...
Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών...
Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει επιτυχώς την πρώτη επίθεση «Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν», φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς. Οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα της Πόλης άρχισαν και πάλι να κυματίζουν!
Δυστυχώς όμως όχι για πολύ... Οι εχθροί ήταν ασταμάτητοι. Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων, χτυπώντας στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου! Μικρή πύλη ανατολικά της πύλης του Ρωμανού λεγόμενη Κερκόπορτα αφέθηκε ανοικτή και αφύλακτη.
Πόσες φορές άραγε, αφήσαμε τις Κερκόπορτες ανοικτές από τότε μέχρι σήμερα; Ρωμιοσύνη – Ρωμιοσύνη. Από αυτό το σημείο λοιπόν οι πολιορκητές κατά κύματα και με λυσσώδη μανία, εισέρχονται στην πόλη και φθάνουν στην κοιλάδα του Λύκου και στα νώτα του Κωνσταντίνου που υπεράσπιζε την πύλη του Ρωμανού.
Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι και μετά των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον.
Το τέλος έφτασε... Η Πόλη μόλις είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Ο Κωνσταντίνος γύρισε το κεφάλι του. Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες! «Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε έναν ακόμη Γενίτσαρο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων!
Οι κατακτητές αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι».
Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής».
Κατά τον Σφραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε την Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του, ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη. Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, η έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη η ήρωας Βασιληάς.
Εκατοντάδες χρόνια μετά το Γένος εξακολουθεί να είναι ζωντανό. Όμως η Πόλη μας, η Αγιά Σοφιά βρίσκονται σε ξένα χέρια.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β' λίγο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι...
Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ' ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;» Ὁ βασιλεὺς δ' ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ' ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ' ἐμόν ἐστιν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Απόδοση:
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά.
Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος;
Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της•
γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου